- ἀγχίθεος
- ἀγχίθεοςnear the godsmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αγχίθεος — ἀγχίθεος, ον (Α) αυτός που βρίσκεται κοντά σε θεό, που μοιάζει με θεό στην ευτυχία, τη δύναμη, ημίθεος, ισόθεος, θεϊκός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγχι + θεός] … Dictionary of Greek
ἀγχίθεον — ἀγχίθεος near the gods masc/fem acc sg ἀγχίθεος near the gods neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγχιθέοις — ἀγχίθεος near the gods masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγχιθέοισιν — ἀγχίθεος near the gods masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγχιθέου — ἀγχίθεος near the gods masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγχιθέους — ἀγχίθεος near the gods masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγχιθέων — ἀγχίθεος near the gods masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγχιθέῳ — ἀγχίθεος near the gods masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγχίθεοι — ἀγχίθεος near the gods masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άγχι — ἄγχι (Α) (ποιητ. τ. επιρρ.) 1. (για τόπο και χρόνο) κοντά, πλησίον 2. (για ομοιότητα) όπως, σαν. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγχω. ΠΑΡ. ἄγχιμος, ἀγχιστήρ, ἄγχιστος, ἀγχοῦ. ΣΥΝΘ. ἀγχέμαχος αρχ. ἄγχαυρος, ἀγχήρης, ἀγχίαλος, ἀγχιβαθής, ἀγχιγείτων, ἀγχίγυος,… … Dictionary of Greek